φοινικειος

φοινικειος
    φοινίκειος
    ион. φοινῑκήϊος 2
    (νῑ)
    1) пальмовый
    

(οἶνος Her., Diod.)

    2) сделанный из пальмовых листьев
    

(ἐσθής Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φοινικειος" в других словарях:

  • φοινίκειος — of the palm tree masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκειος — (I) ον, και ιων. τ. φοινικήϊος (II), ΐη, ον [φοῑνιξ (III), οίνικος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δένδρο φοίνικας ή εκείνος που προέρχεται από το δένδρο αυτό («φοινίκειος οἶνος», Διόδ.). (II) ον, και ιων. τ. φοινικήϊος, (Ι), ΐη, ον [Φοῑνιξ …   Dictionary of Greek

  • φοινίκειον — φοινίκειος of the palm tree masc/fem acc sg φοινίκειος of the palm tree neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικείοις — φοινίκειος of the palm tree masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικείων — φοινίκειος of the palm tree masc/fem/neut gen pl φοινίκεος purple red masc/fem gen pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικείῳ — φοινίκειος of the palm tree masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκεια — φοινίκειος of the palm tree neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικήϊος — (I) ΐη, ον, Α ιων. τ. βλ. φοινίκειος (II). (II) ΐη, ον, Α (ιων.τ.) βλ. φοινίκειος (Ι) …   Dictionary of Greek

  • φοινικείωι — φοινικείῳ , φοινίκειος of the palm tree masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»